Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011





Ταξίδι στην Καρδιά !!!


Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (Από τον "Τρελό" του Καλίλ Γκιμπράν)


Από τον "Τρελό" του Καλίλ Γκιμπράν

Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, άκουσέ με!

Εσύ, μοίρα γλυκιά που μας παραστέκεις, κι εσείς τρελά περιπλανώμενα πνεύματα, ακούστε με:

Εγώ, ο πιο ατελής, κατοικώ ανάμεσα σε μια τέλεια φυλή.

Εγώ, ένα ανθρώπινο χάος, ένα νεφέλωμα από συγκεχυμένα στοιχεία, περιφέρομαι ανάμεσα σε ολοκληρωμένους κόσμους – ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις.

Ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν διευθετημένα όνειρα και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα.
Θεέ μου, οι αρετές των ανθρώπων αυτών είναι μετρημένες, κι οι αμαρτίες τους ζυγιασμένες. Και τα απροσμέτρητα πράγματα που διαβαίνουν στο θαμπό ηλιοβασίλεμα, εκεί που δεν υπάρχει ούτε αμαρτία ούτε αρετή, είναι κι αυτά γραμμένα σε κατάστιχα.

Εδώ οι μέρες και οι νύχτες μοιράζονται σε εποχές συμπεριφοράς και κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες.

Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου, και τέλος να κουράζεσαι την πρεπούμενη ώρα.

Να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις ώσπου το ρολόι να σημάνει την ώρα.

Να σκέφτεσαι έτσι, να αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα - μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα - να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι.

Να ληστεύεις το γείτονά σου χαμογελώντας, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα – μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας – να νίπτεις τας χείρας σου.

Ν’ αγαπάς σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου.

Να σκέφτεσαι υστερόβουλα, να στοχάζεσαι με υπολογισμό, να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά – κι ύστερα ν’ αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο.

Όλα αυτά τα πράγματα, Θεέ μου, έχουν τέλεια προβλεφτεί, έχουν αποφασιστικά γεννηθεί, έχουν γαλουχηθεί με φροντίδα, κυβερνιούνται από κανόνες, καθοδηγούνται από τη λογική κι ύστερα - σύμφωνα με προκαθορισμένη μέθοδο - σφαγιάζονται και θάβονται.

Κι ακόμα, οι σιωπηλοί τάφοι, που βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, είναι σημειωμένοι κι αριθμημένοι.

Όλα αυτά είναι ένας τέλειος κόσμος, ένας κόσμος ολοκληρωμένης τελειότητας, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, το ωριμότερο φρούτο στου Θεού τον κήπο, η μεγαλοφυέστερη σκέψη στο σύμπαν.

Αλλά γιατί Θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δε γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε τη δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη;

Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ο άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. (παραμύθι αγνώστου συγγραφέα)


Ο άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Τον έλεγαν Παντελή. Ειχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή. Πάει μια μέρα στη Σοφή του χωριού και της λέει:

Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια; Εκείνη σκύβει συλλογισμένη και κοιτά τα μαύρα της νύχια. "Εγώ δεν ξέρω. Άμε στον γέρο του δάσους που είναι πιο γέρος κι από μένα να ρωήσσεις. Αυτός πρέπει να ξέρει".

Τραβά τον δρόμο του ο Παντελής, φτάνει κάποτε στον γέρο του δάσους που καθόταν πάνω σ' ένα κούτσουρο. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;" τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους". "Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυτστικό".

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ο Παντελής φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον εβρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη". "Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο Παντελής. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε". "Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".

Το δισάκι του στον ώμο ο Παντελής, βουνά λαγκάδια περνά, ραχούλες και κάμπους διαβαίνει, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος. "Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια". "Ναι", του απαντά ενθουσιασμένος ο Παντελής. "Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει. "Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του, τι να σας πω, αν σας πω αιώνες ολόκληρους θα σας φανεί απίστευτο; Και όμως δε σας λέω ψέμματα. Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο Παντελής ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του. "Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνοι όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε τον Παντελή και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε. "Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα προσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;"

Συμφώνησε ο Παντελής, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωρίο του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτρυγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.

Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω γυρω στίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του. "Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακλλώ", του λέει. "Θα σε βοηθούα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...". Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατάβηκε απ' τ' άλογο, έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη, μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.