Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Ο παπα-Φώτης...(Απόσπασμα απο το Χριστός ξανασταυρώνεται του Ν Καζαντζάκη


Ο παπα-Φώτης αναστέναξε...πικρή, σαρκαστικιά ακούστηκε τώρα η φωνή του: _Κινήσαμε εφτά κατσικοκλέφτες για αυτοκρατορία...Ανάθεμα το Κράτος, παιδιά μου, ανάθεμάτο...αυτό θα φάει το Έθνος, είπε και σώπασε πάλι. Μα γρήγορα κούνησε το χέρι, σα να πετούσε πίσω του την εθνικιά τούτη ντροπή, κι εξακολούθησε : _Ας έρθουμε στις δικές μου κουτουράδες..η Ελλάδα είναι αθάνατη, μπορεί να κάνει και κουτουράδες, έχει τον καιρό μπροστάτης να τις μπαλώσει, μα εγώ, το εφήμερο σκουλικάκι; Να μη σας τα πολυλογώ, μια μέρα που τριγυρνούσα στον Πειραιά, με τρύπια τσαρούχια, με αδειανή κοιλιά, ελεεινός και ζαρωμένος, σα φούσκα που ξεφούσκωσε, και ζητώντας κανένα καίκι να γυρίσω στην Αρτάκη, να σου και βλέπω να ξεμπαρκάρουν από ένα καίκι οβραίικες φαμίλιες που έρχονταν διωγμένες απ΄το Βόλο. Εγώ, παπαδόσογο όπως ήμουν, δεν μπορούσα ποτέ να δω Οβραίο χωρίς να θυμηθώ πως αυτοί σταύρωσαν το Χριστό, και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου.Κι όμως στάθηκα τη μέρα εκείνη στο μόλο κι έκανα χάζι τους Οβραίους...μύτες μεγάλες, καμπουρωτές, αριά και κόκκινα γενάκια, μάτια φουσκωμένα και ξινά, μακριές πρασινισμένες ρεντικότες, φώναζαν όλοι μαζί,σπρώχναν, σπρωχντουνταν, πάλευαν ποιος θα πρωτοβγεί. Όπου άξαφνα, φωνή σπαραχτικιά, μια Οβραιοπούλα γλίστρηξε,έπεσε στην θάλασσα και βούλιαξε στον πάτο...κανένας δεν χύθηκε να την γλιτώσει ... Δε βάσταξα..άνθρωπος είναι, συλλογίστηκα, κι αν κι Οβραία, ψυχή έχει...βούτηξα όπως ήμουν, την άρπαξα από τα μαλλιά και την τράβηξα στο μόλο. Έπεσαν απάνω της οι γυναίκες , την έτριβαν να συνηφέρει, κι εγώ στέκουμουν στον ήλιο να στεγνώσω και την κοίταζα..κοκκινοτρίχα, καμπουρομύτα,βλογιοκομμένη...μα όταν άνοιξε τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια και με κοίταξε, και της είπαν πως σε μένα χρωστάει την ζωή της......τρόμαξα...σα να έπεφτα εγώ σε μια γαλαζοπράσινη θάλασσα και πνίγουμουν..... έκαμα μια καλή πράξη, έτσι μου φάνηκε, έσωσα έναν άνθρωπο, και από την στιγμή εκείνη πήρα ίσια γραμμή κατά την Κόλαση......................................................... __Ως τότε δεν είχα μαγαρίσει με γυναίκα..είστε νεώτεροι μου, ντρέπουμε να στορώ μπροστά σας την αμαρτία της σάρκας..τούτο μονάχα..αμάρτησα με την κοπέλα αυτή, και από την στιγμή εκείνη ο κόσμος άλλαξε γέψη, το νερό, το κρασί,το ψωμί,η μέρα,η νύχτα, πήραν καινούρια ουσία, ο Θεός αφανίστηκε και μαζί του αφανίστηκαν κι ο πατέρας μου, η μάνα μου,η αρετή και η ελπίδα......................................................................... _ Και μια μέρα, σας το χω πει , είχαμε πάει σ ένα χωριουδάκι, όπου είχαμε φίλους, να γιορτάσουμε την Ανάσταση..μαζί μου και η Οβραία. Τρώγαμε και πίναμε μέσα στα περιβόλια, πήρα το μαχαίρι να λιανίσω το αρνί και φώναξα χωρατεύοντας......""Να είχα τώρα έναν παπά , θα τον έσφαζα""__Να ένας πίσω σου!! μου φώναξαν από την διπλανή παρέα...Στράφηκα, είδα ένα, παπά, χύθηκα απάνω του και τον έσφαξα...γιατί;; γιατί ήταν μαζί μου η Οβραία και ντράπηκα να φανώ μπροστά της μπόσικος.........

"— Ἔ, παππού, τοῦ κάνω, μαθαίνω πὼς εἶσαι ἑκατὸ χρονῶν· δὲ μοῦ λές, πῶς σοῦ φάνηκε τὰ ἑκατὸ ἐτοῦτα χρόνια ἡ ζωή; Σήκωσε τὰ κοκκινισμένα ἀτσίνουρα μάτια: — Σὰν ἕνα ποτήρι κρύο νερό, παιδί μου.......... — Καὶ διψᾶς ἀκόμα, παππού; Σήκωσε ἀψηλὰ τὸ χέρι, σὰν νὰ καταριόταν: — Ἀνάθεμά τον ποὺ ξεδίψασε! εἶπε." (Νίκου Καζαντζάκη, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ)